λίβελος

λίβελος
ο
(λ. λατ.), υβριστικό δημοσίευμα, λιβελογράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίβελλος — και λίβελος ο (AM λίβελλος) νεοελλ. δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου μσν. αρχ. 1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο 2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • Γκοντσάροφ, Ιβάν Αλεξάντροβιτς — (Ivan Aleksandrovich Goncharov,Σίμπιρσκ 1812 – Πετρούπολη 1891). Ρώσος συγγραφέας. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων, ο οποίος έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή ως κρατικός λειτουργός, εκτός από ένα μεγάλο ταξίδι που πραγματοποίησε με τη φρεγάτα… …   Dictionary of Greek

  • Κούρτιους, Ερνστ Ρόμπερτ — (Ernst Robert Curtius, Τον Αλσατίας 1886 – Ρώμη 1956). Γερμανός κριτικός της λογοτεχνίας. Οι πρώτες μελέτες του στράφηκαν κυρίως προς τη γαλλική πνευματική δημιουργία, είτε με κριτικά κείμενα για παλαιά, μικρά έργα είτε με τα βιβλία Το γαλλικό… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”